ευκαιρώνω

ευκαιρώνω
[εύκαιρος]
1. εκκενώ, αδειάζω
2. εγκαταλείπω
3. φεύγω
4. (η μτχ. ως επίθ.) εὐκαιρωμένος ή φκαιρωμένος
άδειος, εγκαταλειμμένος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”